- ῥιψάσπιδος
- ῥίψασπιςthrowing away one's shield in battlemasc/fem gen sgῥιψάσπιδοςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ριψάσπιδος — ον, Α ρίψασπις. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < ῥίπτω + ἀσπίς, ίδος] … Dictionary of Greek
ῥιψάσπιδον — ῥιψάσπιδος masc/fem acc sg ῥιψάσπιδος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρίχνω — ῥίπτω, ΝΜΑ, και ρίχτω και ρήχνω Ν 1. πετώ κάτι μακριά, τό ωθώ με δύναμη ώστε να πάει μακριά (α. «τού ριξα μια πέτρα») β. «ῥίπτω το ἀπὸ τοῡ σκουτελίου», Πρόδρ. γ. «ὠή, ῥίψω πέτραν τάχα σου», Ευρ. δ. «σφαῑραν ἔπειτ ἔρριψε μετ ἀμφίπολον βασίλεια»,… … Dictionary of Greek
ῥιψάσπιδα — ῥίψασπις throwing away one s shield in battle masc/fem acc sg ῥιψάσπιδος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)